Πιο συγκεκριμένα, με το αίτημα της το Τμήμα της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων Αρχαιοκαπηλίας και Ηθών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής ρωτούσε την Ανώτατη Εισαγγελία εάν μετά την ψήφιση του Ν. 3917/2011 «οι πάροχοι υπηρεσιών Διαδικτύου, στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ύστερα από παραγγελία εισαγγελέα που διενεργούνται από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, υποχρεούνται να σας γνωστοποιούν τα στοιχεία του προσώπου στα οποία αντιστοιχούν ηλεκτρονικά ίχνη ή τηλεφωνικοί αριθμοί κλήσεως εγκληματικής πράξεως, συγκεκριμένης ημεροχρονολογίας, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας άρσεως του απορρήτου».
Ο κ. Κατσιρώδης, στη γνωμοδότηση (9/2011) του σημειώνει ότι οι γνωμοδοτήσεις 9 και 12/2009 «δεν αφορούν αιτήματα οποιωνδήποτε ''αρμόδιων αρχών'' αλλά αιτήματα ανακριτικών αρχών, που ενεργούν σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές για παροχή έννομης προστασίας (άρθρο 20 του Συντάγματος) και τιμώρηση των εγκλημάτων (άρθρα 96 παράγραφος 1 και 67 παράγραφος 1 του Συντάγματος), τα οποία (αιτήματα) αναφέρονται σε περιπτώσεις στις οποίες δεν πρόκειται για απόρρητο κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 1 του Συντάγματος».
Κατά συνέπεια συμφωνεί απολύτως με τις προηγούμενες γνωμοδοτήσεις επί του θέματος καταλήγοντας, όπως και οι συνάδελφοί του ότι «οι αρμόδιες δικαστικές αρχές (εισαγγελικές, προανακριτικές, ανακριτικές κ.τ.λ.) μπορούν να ζητούν από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να τους γνωρίσουν τα στοιχεία εντοπισμού των προσώπων που τελούν διάφορα εγκλήματα (εκβίαση, δυσφήμηση, απειλή, εξύβριση κ.τ.λ.) με κακόβουλες κλήσεις ή μηνύματα ή μέσω Διαδικτύου, χωρίς να τηρούν την προβλεπόμενη διαδικασία άρσεως του απορρήτου».