Αριθμός 1405/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Καλαμίδα, Αντιπρόεδρο, Ρένα Ασημακοπούλου, Ιωάννη Ιωαννίδη, Χαράλαμπο Ζώη και Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Μαϊου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δήμου XXX, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχο XXX, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου : XXX, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-12-1997 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4613/1999 του ίδιου Δικαστηρίου και 4463/2002 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζήτησε ο ήδη αναιρεσίβλητος επί της οποίας εκδόθηκε η 1887/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την απόφαση αυτή και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών. Το Εφετείο εξέδωσε την 7779/2006 απόφαση, την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 5-1-2007 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Ιωαννίδης ανέγνωσε την από 12-5-2008 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ με το άρθρο 94 παρ. 1 του συντάγματος ορίζεται μεταξύ άλλων, ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια κατά δε την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές. Περαιτέρω κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 1406/1983 στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφέρονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά εκτός άλλων και .... 1) τις διοικητικές συμβάσεις. Διοικητικές είναι οι συμβάσεις εκείνες στις οποίες ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ, έχουν αντικείμενο σχετικό με τη λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας ή εξυπηρετούν δημόσιο σκοπό επιπροσθέτως η κατάρτιση και εκτέλεσή τους διέπεται, έστω και εν μέρει, από κανόνες διοικητικού δικαίου ή περιέχουν νομίμως όρους που εξασφαλίζουν υπέρ του συμβαλλόμενου Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ δυνατότητα μονομερούς επεμβάσεως ή εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς. Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές αυτές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια. Εξάλλου κατά το άρθρο 1 στοιχ. α ΚΠολΔ τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία προς εκδίκαση ιδιωτικών διαφορών, ιδιωτική δε διαφορά υφίσταται όταν το αντικείμενο της δίκης είναι έννομη πράξη του ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή αμφισβήτηση ή έριδα των διαδίκων περί την ύπαρξη την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα βιοτικής σχέσης συγκεκριμένου προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγματα( Ολ. ΑΠ 7/01, Ολ.ΑΠ 8/00). Τέλος η εκχώρηση αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 455 ΑΚ ειδική διαδοχή, με την οποία επέρχεται μεταβολή στο πρόσωπο του δανειστή και όχι στην απαίτηση η οποία παραμένει η ίδια χωρίς να μεταβάλλει χαρακτήρα ή να αλλοιώνεται (ΑΠ 1270/2000). Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής ο ενάγων και τώρα αναιρεσίβλητος εξέθετε σ'αυτήν τα εξής: Δυνάμει του από 4.5.1995 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ αυτού και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία " THORAX ABEΕ", η τελευταία εκχώρησε σ' αυτόν κάθε απαίτηση που είχε κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος Δήμου XXX, η οποία απέρρεε από την από XXX σύμβαση της ως άνω εταιρίας με τον Δήμο XXX, βάσει της οποία η εκχωρήτρια εδικαιούτο να λάβει από το Δήμο, μετά την εκτέλεση των αναφερομένων στη σύμβαση εργασιών θωρακίσεως ενός μικρού κλειστού φορτηγού αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του Δήμου, το ποσό των 20.532.000 δραχμών πλέον Φ.Π.Α 18% σύμφωνα με τους όρους της εκχώρησης αυτής, ότι παρόλο που η εκτέλεση των συμφωνημένων εργασιών στο αυτοκίνητο από την εταιρία και η παράδοση αυτού στον Δήμο XXX έγινε τον Αύγουστο του έτους 1996, αρνείται να καταβάλει σ' αυτόν ( ενάγοντα) το ως άνω ποσό, παρά τη νομότυπη αναγγελία της εκχώρησης. Ζητεί, δε, για την παραπάνω αιτία, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου Δήμου να καταβάλει στον ενάγοντα το ως άνω ποσό. Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η ένδικη υπόθεση λόγω του παραπάνω αντικειμένου της δεν αποτελεί διοικητική διαφορά ουσίας αλλά είναι έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή έριδα των διαδίκων μερών, από τη σύμβαση εκ εκχώρησης της ανωτέρω απαιτήσεως της άνω εκχωρήτριας εταιρίας στον - ενάγοντα και νομότυπης αναγγελίας (στον οφειλέτη) δήμο, εναγόμενο της εκχωρήσεως αυτής και υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Επομένως ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια εκ του άρθρ. 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι δηλαδή το Εφετείο δεν είχε δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης αγωγής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΕΠΕΙΔΗ στη διάταξη του άρθρου 3 του Ν.Δ 31/1968 " περί προστασίας της περιουσίας των Ο.Τ.Α και ρυθμίσεως ετέρων τινών θεμάτων" ορίζεται ότι " αι υπό των Αστικών εν γένει νόμων και των ουσιαστικών διατάξεων περί δικών του δημοσίου αναγνωριζόμεναι εις το Δημόσιον ειδικαί προστατευτικαί διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, εφόσον αι τυχόν υφιστάμεναι αντίστοιχοι δια τους οργανισμούς τούτους προνομίαι εν γένει δεν είναι ευρύτεραι ή ευνοϊκότεραι των επί του δημοσίου ισχυουσών" Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 97 του Ν.Δ 321/1969 " περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού " δια πάσαν κατάσχεσιν χρηματικής απαιτήσεως εις χείρας του δημόσιου ως τρίτου, το κατασχετήριον ως και η αναγγελία επί εκχωρήσεως χρηματικής απαίτησης κατά του δημοσίου, κοινοποιούνται εις το αρμόδιο για την πληρωμή δημόσιον Ταμείον ή χρηματική διαχείρισιν και εις την κατά το άρθρο 26 του παρόντος αρμοδία για την αναγνώριση της δαπάνης Αρχήν XXX" Πάσα κατάσχεσης ή εκχώρησης δια την οποίαν δεν ετηρήθησαν οι ως άνω διατυπώσεις είναι άκυρος". Η εν λόγω διάταξη με την οποία επιβάλλεται επί εκχωρήσεως προς τρίτους χρηματικής απαιτήσεως οφειλομένης από το δημόσιο με ποινή ακυρότητας της αναγγελίας, η κοινοποίηση της αναγγελίας της εκχώρησης στο αρμόδιο για την πληρωμή όργανο, αλλά και στην αρμόδια για την αναγνώριση της οικείας δαπάνης αρχή (Υπουργείο Εσωτερικών) διατάκτη της πληρωμής με σκοπό την εξόφλησή της, δεν αποτελεί προνομία ούτε ειδική προστατευτική διάταξη, ώστε να εφαρμοστεί αναλογικώς και επί εκχώρησης χρηματικής απαίτησης κατά των Δήμων. Ο Δήμαρχος ο οποίος εκπροσωπεί το δήμο κατά τις διατάξεις των άρθρων 40 και 114 παρ 1 εδ α, β, ε και παρ. 4 του ΠΔ 410/1995 Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας (άρθρα 33 ΚΠολΔ και ως ΠΔ 323/1989) είναι ο διατάκτης των πληρωμών και με την ιδιότητα αυτή εκδίδει τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής και επομένως αρμόδιος για την αναγνώριση και την πληρωμή της δαπάνης είναι ο ίδιος ο Δήμος εκπροσωπούμενος από τον δήμαρχο και συνεπώς αρκεί για το κύρος της αναγγελίας της εκχώρησης η κοινοποίησή της προς αυτόν και προς τον Υπουργό Εσωτερικών. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση κατά της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, ότι παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου με το να δεχθεί ως νόμιμη την αναγγελία της εκχώρησης, παρόλο που δεν κοινοποιήθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον κατά τα προαναφερθέντα δεν απαιτείται κοινοποίηση της αναγγελίας της εκχώρησης και προς τον Υπουργό Εσωτερικών.
ΕΠΕΙΔΗ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 16 του Ν. 1882/1990 " Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις" συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για οποιαδήποτε συναλλαγή θεωρούνται μέσα σε δέκα ημέρες από την ημερομηνία καταρτίσεως και υπογραφής από την αρμόδια ΔΥΟ, άλλως είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα. Περαιτέρω με το άρθρο 8 παρ. 2 του Ν 2386/1996 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην ως άνω παράγραφο, το οποίο ορίζει ότι κατ' εξαίρεση δεν θεωρούνται τα συμφωνητικά του προηγουμένου εδαφίου που καταρτίζονται από επιτηδευματίες ή τρίτους, με το Δημόσιο κ.λ.π. Η διάταξη αυτή στα πλαίσια των μέτρων που ο αναφερόμενος νόμος θεσπίζει για την περιστολή της φοροδιαφυγής υποχρεώνει τους επιτηδευματίες που συναλλάσονται μεταξύ τους ή με τρίτους να υποβάλλουν στην αρμόδια δημόσια υπηρεσία (Δ.Ο.Υ) για θεώρηση τα συμφωνητικά που αφορούν τέτοιες συναλλαγές, προκειμένου τα προερχόμενα από αυτές εισοδήματα στον προσδιορισμό των οποίων αποβλέπει να μη διαφεύγουν από την προβλεπόμενη γι'αυτά φορολογία. Τούτο προκύπτει όχι μόνο από την γραμματική διατύπωση της ως άνω διάταξης αλλά και από τον υπότιτλο του άρθρου, στο οποίο είναι συντεταγμένη ( " Διαδικασία υποβολής στοιχείων για τον προσδιορισμό του εισοδήματος των επιτηδευματιών"). Ενόψει του επιδιωκομένου με τη διάταξη αυτή σκοπού, η επικύρωση πρέπει παρά τη γενικότητα με την οποία διατυπώνεται, να περιοριστεί σε μόνα τα συμφωνητικά που αφορούν συναλλαγές ανάμεσα σε επιτηδευματίες ή ανάμεσα σε τούτους και τρίτους, από τις οποίες πηγάζουν φορολογητέα εισοδήματα των επιτηδευματιών τούτων και μόνο έναντι της φορολογικής αρχής, χωρίς η ακυρότητα να επεκτείνεται μεταξύ των συμβαλλομένων (ΑΠ 761/01 ΑΠ 90/05). Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο της ουσίας το οποίο με την προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε την αγωγή του αναιρεσιβλήτου κατά του αναιρεσείοντος για την πληρωμή της αμοιβής της Α.Ε με την επωνυμία " THORAX - ABEE" για το εκτελεσθέν και παραδοθέν υπ'αυτής έργο στο Δήμο XXX ( θωράκιση ενός μικρού κλειστού φορτηγού αυτοκινήτου ιδιοκτησίας στον εναγομένου Δήμου XXX) η οποία του είχε εκχωρήσει με το από XXX ιδιωτικό συμφωνητικό τη σχετική αξίωσή της κατά του αναιρεσείοντος Δήμου XXX, και έκρινε έγκυρο και ισχυρό το ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό της εκχώρησης, μολονότι δεν είχε υποβληθεί για θεώρηση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ δεν παραβίασε την ανωτέρω διάταξη ουσιαστικού δικαίου ( αρθρ. 8 παρ. 16 ν.882/1990), αφού με βάση τα γενόμενα δεκτά από το δικαστήριο, η παράλειψη θεώρησης του δεν επιδρά στο μεταξύ των μερών κύρος του. Επομένως ο αντίθετος από το άρθρο 559 παρ. 1 ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-1-2007 αίτηση του Δήμου XXX, για αναίρεση της υπ' αριθ. 7779/06 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, τα οποία ορίζει σε εννιακόσια (900) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Ιουνίου 2008 .