Νομολογία Αρείου Πάγου για την νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κλπ

N-4557/2018 (ΦΕΚ Α' 139/30-7-2018), Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κ.λ.π. λόγοι άρσης δέσμευσηςπεριουσιακών στοιχείων

10/4/2023

ΑΡΙΘΜΟΣ 1315/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Νάστα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Τριανταφύλλη Δρακοπούλου και Φώτιο Μουζάκη

Εισηγητή, Αρεοπαγίτες

Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του την */2023, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του

Αρείου Πάγου Νίκης — Αναστασίας Μουζάκη και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του …/2023 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία …/2023 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο…

Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νίκη Αναστασία Μουζάκη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Μωραϊτάκη με αριθμό …, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα

« Εισάγω ενώπιον Σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 εδ. α Κ ΠΔ, την υπ Ι αριθμ. 44/2023 αναίρεση κατά του υπ' αριθμ. 1613/2023 παρεμπίπτοντος βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα

Η ανωτέρω αναίρεση ασκήθηκε σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και για τον διαλαμβανόμενο στη σχετική έκθεση νόμιμο και βάσιμο λόγο, στον οποίο αναφέρομαι. Για τους λόγους αυτούς

Προτείνω.

Α) Να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η υπ' αριθμ …/2023 αίτηση αναίρεσης κατά του υπ' αριθμ …/2023 παρεμπίπτοντος βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών

Β) Να αναιρεθεί εν μέρει το ανωτέρω προσβαλλόμενο βούλευμα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω αίτηση αναίρεσης.

Γ) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα, αφού αυτό είναι δυνατό. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου

Ιωάννης Απ.Μωραϊτάκης»

Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 464, 483 παρ.3 και 480 του Κ. Ποιν.Δ. προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, παραπεμπτικού ή απαλλακτικού, με σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία ενός μηνός που αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας έφεσης του Εισαγγελέα Εφετών, η οποία και αυτή είναι ενός μηνός από την έκδοσή του βουλεύματος, για όλους τους λόγους αναιρέσεως που αναφέρονται στο άρθρο 484 παρ 1 του Κ. Ποιν. Δ. , μεταξύ των οποίων είναι και η υπέρβαση εξουσίας (στοιχ.στ Ι ). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 2023 και με αριθμό εκθέσεως ../2023 αίτηση αναιρέσεως που άσκησε ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Μωραϊτάκης, στρέφεται κατά του με αριθμό …/2023

παρεμπίπτοντος βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ως προς το οποίο δεν ασκήθηκε έφεση από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, κατά το σκέλος του με το οποίο, κατόπιν προσφυγής κατά της υπ' αριθμ. …/2023 Διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, διατάχθηκε η μηνιαία αποδέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, τους οποίους τηρεί φυσικό πρόσωπο, για την κάλυψη των εν γένει αναγκών διαβίωσης και συντήρησης του ιδίου και της οικογένειάς του υπό την προϋπόθεση, μεταξύ των άλλων, τα αποδεσμευόμενα μηνιαίως χρηματικά ποσά να καλύπτονται από μεταγενέστερες της έκδοσης της ως άνω Διάταξης πιστώσεις στους τραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς να θίγεται το δεσμευθέν κατά την 2023 χρηματικό ποσό.

Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπροθέσμως, ήτοι εντός μηνός από τη λήξη της προθεσμίας έφεσης του Εισαγγελέα Εφετών, αφού αυτό μεν εκδόθηκε την …/2023 και ο Εισαγγελέας Εφετών αποφάνθηκε, στις …/2023, ότι δεν συντρέχει λόγος για άσκηση εφέσεως, η δε αίτηση προθεσμία της οποίας, σε κάθε περίπτωση, αν όχι από την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως, άρχισε από την επόμενη ημέρα της αρνητικής για την άσκησή της αποφάνσεως του Εισαγγελέα Εφετών και έληγε την τελευταία εργάσιμη ώρα της …/2023, εφόσον η …/2023 αλλά η …/2023 ήταν εξαιρετέες ημέρες (Σάββατο και Κυριακή) - ασκήθηκε με δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου την …/2023, περιέχει δε ως λόγο αναίρεσης, την υπέρβαση εξουσίας (αρθρ 484 περ. στ' του Κ.Ποιν.Δ.). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ο λόγος αυτής.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 42 του v. του N-4557/2018 (ΦΕΚ Α' 139/30-7-2018), "Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κ.λ.π.", με τον οποίο ενσωματώθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη η οδηγία 2015/849/ΕΕ, όπως ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του ν. 4816/2021 με ισχύ την 9/7/2021 και ίσχυε κατά την έκδοση του προσβαλλόμενου βουλεύματος « 1 . Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2, ο ανακριτής μπορεί, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να διατάξει τη δέσμευση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και του περιεχομένου των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 40. Η δέσμευση μπορεί να αφορά και σε περιουσιακά στοιχεία τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της δήμευσης αυτών κατά την παρ. 1 του άρθρου 40. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 36 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ ΠΔ, ν. 4620/2019, Α' 96) για την επιβολή του μέτρου αυτού από τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, η δέσμευση των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο, εφόσον συντρέχουν βάσιμες υπόνοιες ότι αυτά προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση βασικού αδικήματος ή αδικήματος νομιμοποίησης ή υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 40. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα, γνωστοποιείται με κάθε μέσο, με προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητάς τους, στο πιστωτικό ίδρυμα ή τον χρηματοπιστωτικό οργανισμό και επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η δέσμευση εντός είκοσι (20) ημερών από την έκδοσή του. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων επιδίδεται και στον τρίτο συνδικαιούχοι σε περίπτωση δε θυρίδων και στον πληρεξούσιο του μισθωτή. Η επιβολή της δέσμευσης δεν κωλύει το άνοιγμα νέων τραπεζικών λογαριασμών για την εξυπηρέτηση αποκλειστικά βιοτικών και επαγγελματικών αναγκών εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η δέσμευση. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνονται υποχρεωτικά μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας και ενημερώνεται ο αρμόδιος εισαγγελέας ή ο ανακριτής για τις διενεργούμενες συναλλαγές. Στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει το τραπεζικό απόρρητο. 2. Η δέσμευση που προβλέπεται στην παρ. 1 ισχύει από τη χρονική στιγμή της αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος στο πιστωτικό ίδρυμα ή στον χρηματοπιστωτικό οργανισμό. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου εκταμίευση χρημάτων από τον λογαριασμό ή εκποίηση τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων.

Διευθυντικό στέλεχος ή υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της παρούσας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Η δέσμευση δεν θίγει προγενέστερα δικαιώματα που έχουν αποκτήσει καλόπιστοι τρίτοι επί του λογαριασμού, των τίτλων ή των χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του περιεχομένου της θυρίδας. Δεν εμποδίζεται επίσης ο ζημιωθείς από το βασικό αδίκημα ή το αδίκημα νομιμοποίησης, ακόμη και μετά από την επιβολή της δέσμευσης, να αποκτήσει δικαιώματα επί των περιουσιακών στοιχείων της παρ. 1. Τα δικαιώματα των προηγούμενων δύο εδαφίων μπορούν να ασκηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 , o ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να διατάξει την απαγόρευση εκποίησης ορισμένου ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και γνωστοποιείται με κάθε μέσο, με προυποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητάς τους, κατά περίπτωση στον αρμόδιο υποθηκοφύλακα ή προϊστάμενο κτηματολογικού γραφείου ή νηολογίου ή άλλης αρμόδιας υπηρεσίας προς καταχώριση της σχετικής εγγραφής, οι οποίοι υποχρεούνται να προβούν την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσουν το έγγραφο που τους έχει κοινοποιηθεί. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επιδίδεται στον κατηγορούμενο εντός είκοσι (20) ημερών από την έκδοσή του, καθώς και στον τρίτο συγκύριο του περιουσιακού στοιχείου ή στον δικαιούχο άλλου δικαιώματος εγγεγραμμένου στα βιβλία των ανωτέρω υπηρεσιών. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στα βιβλία των ανωτέρω αρμόδιων υπηρεσιών μετά από την εγγραφή της ανωτέρω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου. Το τέταρτο, πέμπτο και έκτο εδάφιο της παρ. 2 εφαρμόζονται αναλόγως και στην παρούσα περίπτωση. 4. Εκείνος κατά του οποίου στρέφεται το μέτρο της δέσμευσης και ο τρίτος συγκύριος ή δικαιούχος επί του δεσμευμένου περιουσιακού στοιχείου δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή, ή την ανάκληση του βουλεύματος, ή τον περιορισμό αυτών σε περιουσιακά στοιχεία μικρότερης αξίας από τα δεσμευθέντα, με προσφυγή που απευθύνεται προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Στη σύνθεση του συμβουλίου δεν μετέχει ο ανακριτής. Η υποβολή της προσφυγής και η προθεσμία προς τούτο δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Το συμβούλιο, κατά την κρίση του για τον περιορισμό των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων, λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη την ύπαρξη και άλλων συγκυρίων ή δικαιούχων επί των στοιχείων αυτών.

5. Ανεξάρτητα από την υποβολή της προσφυγής κατά την παρ. 4 ή από την κρίση επ' αυτής, η διάταξη ή το βούλευμα μπορούν να ανακληθούν, ή να μεταρρυθμισθούν και η δέσμευση να αρθεί ή να περιορισθεί αυτεπάγγελτα από τον ανακριτή ή το δικαστικό συμβούλιο ή με αίτηση εκείνου κατά του οποίου στρέφεται ή του συγκυρίου ή δικαιούχου επί του δεσμευμένου περιουσιακού στοιχείου, αν προκύψουν νέα στοιχεία, ή συντρέξουν ιδιαίτερες περιστάσεις στο πρόσωπο αυτών ή των μελών των οικογενειών τους. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση ή ο περιορισμός της δέσμευσης, προκειμένου να ικανοποιηθεί ο ζημιωθείς από το βασικό αδίκημα, ή από το αδίκημα νομιμοποίησης και όταν ακόμη δεν συντρέχει περίπτωση από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 304 Κ ΠΔ. Μετά από την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο είναι δυνατή η ανάκληση ή μεταρρύθμιση της διάταξης ή του βουλεύματος από το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, κατά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 και την παρ. 2 του άρθρου 294 Κ ΠΔ, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως. 6. Δικαίωμα υποβολής προσφυγής ή αίτησης στο δικαστικό συμβούλιο, κατά τις παρ. 4 και 5, έχουν και οι τρίτοι οι οποίοι διεκδικούν για λογαριασμό τους την κυριότητα ή άλλο δικαίωμα επί του δεσμευμένου περιουσιακού στοιχείου. 7. Όταν διεξάγεται έρευνα από την Αρχή, η δέσμευση των λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων και του περιεχομένου των θυρίδων, καθώς και η απαγόρευση της μεταβίβασης ή εκποίησης. οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθούν σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παρ. 1 έως 3, εφόσον συντρέχουν βάσιμες υπόνοιες κατά την περ. δ' της παρ. 2 του άρθρου 48. Το αντίγραφο της διάταξης του Προέδρου της Αρχής διαβιβάζεται αμελλητί στον αρμόδιο εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει την συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στις παρ. 4, 5 και 6. Τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 36 Κ ΠΔ ισχύουν και για τη δέσμευση ή απαγόρευση μεταβίβασης ή εκποίησης, η οποία διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας. Για την εξακολούθηση της ισχύος της διάταξης του Προέδρου της Αρχής πέραν των χρονικών ορίων του προηγούμενου εδαφίου αποφαίνεται, πριν από την παρέλευση αυτών, ο ανακριτής με διάταξή του, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, ή το δικαστικό συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις των παρ. 1 έως 3. 8. Κατά την έκδοση της διάταξης ή του βουλεύματος των παρ. ι ι 3 και 7 εξαιρούνται τα ποσά που είναι αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας των ενδιαφερόμενων προσώπων ή των οικογενειών τους, των εξόδων για τη νομική τους υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, με αίτησή τους που απευθύνεται στην αρμόδια δικαστική αρχή ενώπιον της οποία εκκρεμεί η υπόθεση ή με την προσφυγή ή την αίτηση ποι.) προβλέπεται στις παρ. 4, 5 και 6, μπορούν να ζητούν την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών για τους παραπάνω λόγους. Είναι δυνατόν, επίσης, να εξαιρεθούν από τη δέσμευση, ολικά ή μερικά, τραπεζικοί λογαριασμοί στους οποίους κατατίθενται μισθοί, συντάξεις ή ανάλογες πρόσοδοι εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η δέσμευση. 9. Η δέσμευση του παρόντος αίρεται αυτοδικαίως όταν παρέλθουν τα χρονικά όρια που ορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου 262 Κ ΠΔ. Σε κάθε περίπτωση, το δικαστικό συμβούλιο, όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, αποφασίζει για τη διατήρηση της δέσμευσης, εφόσον συντρέχουν οι σοβαρές ενδείξεις της παρ. 1 , ή για τον περιορισμό ή την άρση αυτής. Όταν το συμβούλιο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου, αίρει τη δέσμευση και διατάσσει την απόδοση των περιουσιακών στοιχείων στον δικαιούχο τους. Εφαρμόζεται, επίσης, η παρ. 3 του άρθρου 31 1 ΚΠΔ. Κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο εφαρμόζεται το άρθρο 373 ΚΠΔ. Στις περιπτώσεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 43 Κ ΠΔ και των παρ. 2 και 3 του άρθρου 51 Κ ΠΔ την άρση της δέσμευσης διατάσσει ο εισαγγελέας κατά ανάλογη εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 269 Κ ΠΔ. Εφαρμόζεται, επίσης, το άρθρο 544 Κ ΠΔ για την αποζημίωση σε περίπτωση που η δέσμευση δεν ήταν δικαιολογημένη. 10. Κάθε διάταξη, βούλευμα ή δικαστική απόφαση με τα οποία τροποποιείται ή αίρεται επιβληθείσα δέσμευση ή εξακολουθεί η ισχύς της κατά την παρ. 7, καθώς και κάθε παραπεμπτικό βούλευμα με το οποίο διατηρείται η δέσμευση, επιδίδεται εντός είκοσι (20) ημερών από την έκδοσή του, με μέριμνα των κατά περίπτωση αρμοδίων εισαγγελικών αρχών, στους αποδέκτες στους οποίους γνωστοποιείται ή επιδίδεται και η αντίστοιχη διάταξη ή το βούλευμα με τα οποία επιβάλλεται το μέτρο αυτό. οι υπηρεσίες της παρ. 3 οφείλουν, στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου, να προβούν σε σχετική σημείωση στα βιβλία τα οποία τηρούν. Οι τρίτοι συγκύριοι του περιουσιακού στοιχείου ή δικαιούχοι δικαιώματος επ' αυτού, καθώς και οι παραπάνω αποδέκτες έχουν δικαίωμα να πληροφορούνται τις παραπάνω μεταβολές από τα στοιχεία της οικείας δικογραφίας και να λαμβάνουν αντίγραφα από τα σχετικά έγγραφα, κατόπιν εγκρίσεως του ανακριτή, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, ή του εισαγγελέα σε κάθε άλλη περίπτωση. Για κάθε αμφιβολία, ως προς την ισχύ, τη χρονική διάρκεια, την έκταση ή την άρση της δέσμευσης αποφαίνεται το αρμόδιο κατά τις περ. α' και β του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 292 Κ ΠΔ δικαστικό συμβούλιο, ή το δικαστήριο κατά τη διάρκεια της εκδίκασης κατ' άρθρο 373 Κ ΠΔ, κατόπιν αιτήσεως εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η δέσμευση, του τρίτου συγκύριου ή δικαιούχου επί του δεσμευμένου περιουσιακού στοιχείου, καθώς και των παραπάνω αποδεκτών. Στις περιπτώσεις αυτοδίκαιης άρσης της ισχύος της διάταξης, διαπιστώνεται η παρέλευση των χρονικών ορίων με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα που χειρίζεται την υπόθεση και το αποτέλεσμά της γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο. 1. Τα δικαιώματα που έχει εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η δέσμευση κατά το παρόν μπορούν να ασκηθούν και από τους κληρονόμους του, σε περίπτωση θανάτου του. 12. Το παρόν εφαρμόζεται αναλόγως εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών και στα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5. 13. ». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι όταν η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, διενεργεί έρευνα για το έγκλημα αυτό και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι τίτλοι, χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα, που προέρχονται είτε από την τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων υπό την έννοια του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, είτε από την τέλεση των βασικών αδικημάτων, υπό την έννοια του άρθρου 4 του ίδιου ως άνω νόμου ή σε κάθε περίπτωση υπόκεινται σε δήμευση κατά τις προβλέψεις του άρθρου 40 του ίδιου νόμου, καθώς και σε περίπτωση που υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι κάποιο ακίνητο έχει αποκτηθεί από το εκάστοτε ελεγχόμενο πρόσωπο με χρήματα που απέκτησε μέσω της τέλεσης των ανωτέρω αδικημάτων και επιπλέον συντρέχει επείγουσα περίπτωση, υπό την έννοια του άμεσου κινδύνου να χαθούν τα ίχνη της πιθανώς τελεσθείσας αξιόποινης πράξης, ήτοι χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία, τα οποία δεν αποτελούν μόνο ως προς το ουσιαστικό αποτέλεσμα το προϊόν της πράξης, αλλά ταυτόχρονα και τη βασική προϋπόθεση απόδειξης της τέλεσής της, ο Πρόεδρος της Αρχής μπορεί να απαγορεύσει αφενός την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων, που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, αφετέρου το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου και επιπλέον να απαγορεύσει την εκποίηση ή τη με οποιοδήποτε τρόπο μεταβίβαση ορισμένου ακινήτου του ελεγχόμενου για νομιμοποίηση εσόδων προσώπου και στη συνέχεια να διαβιβάσει τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία, μαζί με αντίγραφο φακέλου της υπόθεσης, στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή (ΑΠ Ολ 1/2022). Με τις ως άνω ρυθμίσεις επιτυγχάνεται ταχύτητα και ευελιξία όχι μόνο στην έκδοση της ως άνω σχετικής διάταξης του Προέδρου της Αρχής, αλλά και στην ανάκληση αυτής, εάν και όταν εκλείψουν οι υπόνοιες. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι για την προσωρινή δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου από τον Πρόεδρο της Αρχής αρκούν "υπόνοιες" ενώ για τη δέσμευση "βάσιμες υπόνοιες". Η ratio της επάρκειας βασίμων υπονοιών είναι ότι η επιβολή της δέσμευσης της περιουσίας του υπόπτου πρέπει να είναι ευχερέστερη στα αρχικά διαδικαστικά στάδια, προκειμένου να εξασφαλιστεί το δημευτέο αντικείμενο. Η αρμοδιότητα δε αυτή του Προέδρου της Αρχής για τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου, έχει διφυή χαρακτήρα, καθώς πρόκειται τόσο για ιδιότυπο μέτρο συλλογής αποδείξεων, όσο και για μέτρο καταναγκασμού σε βάρος του υπόπτου, καθώς από τη μια πλευρά προπαρασκευάζει μια πιθανή κατάσχεση, διατηρώντας ακέραιη την περιουσία του υπόπτου, ώστε αυτή (κατάσχεση) να αποτελέσει αντικείμενο της ειδικής δημεύσεως, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 46 Ν. 3691/2008, είτε με τη μορφή της υποχρεωτικής παρεπόμενης ποινής (παρ. 1) είτε με τη μορφή του μέτρου ασφάλειας (παρ. 3), από την άλλη δε τον αδρανοποιεί οικονομικά και ανακόπτει την εγκληματική του δράση, η οποία συνδέεται με τη δυνατότητά του να χρησιμοποιεί το οικονομικό τραπεζικό σύστημα. Επομένως, το ως άνω μέτρο της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων από τον Πρόεδρο της Αρχής, δεν έχει διοικητικό χαρακτήρα, αλλά εντάσσεται στα διωκτικά μέτρα της ποινικής νομοθεσίας, διότι ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με το αντίστοιχο μέτρο που λαμβάνεται από τον Ανακριτή τα πλαίσια της διεξαγωγής τακτικής ανακρίσεως σε βάρος του κατηγορουμένου για το ίδιο ποινικό αδίκημα και, περαιτέρω, ελέγχεται ουσιαστικώς καθ' όμοιον τρόπο από όργανο της Ποινικής Δικαιοσύνης (Δικαστικό Συμβούλιο), σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ 4 και 5 του ν. 4557/201 8, το οποίο τελεί σε αρμονία με το άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος (ΑΠ Ολ 1/2022, ΣΤΕ 4427, 4428/2014). Η λειτουργία όμως της Αρχής και οι πράξεις του Προέδρου αυτής κείνται εκτός του ποινικού δικονομικού συστήματος και οι έρευνες της δεν συνιστούν προανακριτικό έργο, ούτε υπόκεινται στους ποινικούς δικονομικούς κανόνες, αλλά στο ειδικό καθεστώς του ν. 4557/2018. Το καθεστώς δε αυτό παρέχει στις Μονάδες της Αρχής και τον Πρόεδρο αυτής τη δυνατότητα να ενεργούν, κατά τη διεξαγωγή των ερευνών τους, με ευελιξία και ταχύτητα, έχοντας ανεμπόδιστη πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, στα δεδομένα και αρχεία της διατραπεζικής εταιρείας "Τειρεσίας ΑΕ” και ανταλλάσοντας πληροφορίες με τις Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧ Π) άλλων κρατών, χωρίς να δεσμεύονται από οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο (άρθρο 49 ν. 4557/2018), αρκούν των, ειδικώς ως προς τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου απλώς και μόνον ελλόγων υπονοιών επί τη βάσει πληροφοριών τις οποίες η Αρχή κρίνει ως ακριβείς, εκπληρώνοντας έτσι τον προληπτικό και ενίοτε προληπτικό σκοπό της στον τομέα της πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, σε αντίθεση με την χρονοβόρα, ενίοτε, ανακριτική διαδικασία, κατά την οποία οι ενέργειες του ανακριτή υπόκεινται στον έλεγχο των ποινικών δικονομικών κανόνων, ενώ, ειδικώς ως προς τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα και ήδη, μετά την τροποποίηση του άρθρου 42 με το άρθρο 9 του ν. 4816/2021, απαιτείται να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2 του ν. 4557/201 8. Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η αρμοδιότητα της Αρχής να διενεργεί τις σχετικές έρευνες κατά τα ανωτέρω, όπως και του Προέδρου αυτής να εκδίδει τις προαναφερόμενες διατάξεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων και απαγόρευσης εκποίησης ακινήτων του υπόπτου για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, μπορεί να ασκείται παράλληλα με την τακτική ποινική διαδικασία και με τις ενέργειες των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που μετέχουν σε αυτήν. Αυτό προκύπτει σαφώς από την παράγραφο 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018, όπου προβλέπεται ρητά η συνέχιση της έρευνας από την "Αρχή" και μετά τη διαβίβαση των πληροφοριών στον Εισαγγελέα, διάταξη, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά τις τροποποιήσεις του εν λόγω άρθρου, με το άρθρο 9 ν. 4816/2021 και το άρθρο 171 ν. 4855/2021. Η ρητή αυτή αναφορά στο Νόμο περί συνέχισης της έρευνας από την Αρχή και μετά τη διαβίβαση των πληροφοριών στον Εισαγγελέα, προφανώς για τη συνέχιση της διαδικασίας περαιτέρω δικαστικής διερευνήσεως της υπόθεσης, οδηγεί αναπόδραστα στην παραδοχή ότι πρόκειται για δύο διαδικασίες που βαίνουν παραλλήλως. Και τούτο, διότι δεν νοείται διεξαγωγή έρευνας από την Αρχή, χωρίς ταυτόχρονη αρμοδιότητα του Προέδρου αυτής, ο οποίος, ας σημειωθεί, κατά την αρχική διατύπωση του νόμου, είναι εν ενεργεία εισαγγελικός λειτουργός και ήδη, μετά την αντικατάσταση της παρ. 5 του άρθρου 47 ν. 4557/2018 με το άρθρο 236 ν. 4798/2021 (ΦΕΚ Α' 68/24-4-2021) και επί τιμή, για τη λήψη των ειδικών περιοριστικών μέτρων, που προβλέπονται από τις προαναφερθείσε.ς διατάξεις και κυρίως αυτών της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου. Αντιθέτως, από καμία διάταξη νόμου και Ιδίως τις διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 4557/2018, δεν προκύπτει ότι η Αρχή, όπως και ο Πρόεδρος της, καθίσταται αναρμόδιοι με την έναρξη της κυρίας ανάκρισης ή της εν γένει ποινικής διαδικασίας και της αποστολής του φακέλου στον αρμόδιο εισαγγελέα. Μια τέτοια ερμηνεία ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, είναι ευθέως αντίθετη με το γράμμα του νόμου (άρθρο 42 παρ. 5 ν. 4557/2018), αλλά και με το σκοπό του ν. 4557/2018, που είναι, μεταξύ άλλων, η πρόληψη, ο εντοπισμός και η ανάκτηση των προϊόντων του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων και συνίσταται εκτός των άλλων και στην ταχεία και χωρίς νομικά εμπόδια και δικονομικές ακυρότητες διεθνή διερεύνηση και τον εντοπισμό του "μαύρου χρήματος" από την Αρχή καταπολέμησης του άνω εγκλήματος. Εξάλλου, η προυπόθεση της "επείγουσας περίπτωσης", η οποία, κατά νόμον, πρέπει να συντρέχει για τη λήψη από τον Πρόεδρο της Αρχής των ανωτέρω περιοριστικών μέτρων δύναται να υπάρχει και διαρκούσης της κυρίας ανάκρισης, ουδόλως δε αποκλείεται η ύπαρξη αυτής (επείγουσας περίπτωσης) από το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανάκρισης, ο μεν κατηγορούμενος είναι υπό έρευνα, η δε περιουσιακή του κατάσταση υπό διερεύνηση από τον Ανακριτή. Ενισχυτικό υπέρ της γνώμης αυτής επιχείρημα, της παράλληλης δηλαδή με τον Ανακριτή αρμοδιότητας του Προέδρου της Αρχής να προβαίνει με διάταξή του στη λήψη των προαναφερόμενων περιοριστικών μέτρων, αντλείται και από τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 15 του v. 4637/2019 (ΦΕΚ Α' 180/1 8-1 1-2019), με την οποία ορίζεται ότι εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, ήτοι έως τις 19-5-2020, οι διατάξεις του Προέδρου της Αρχής καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 πριν τη δημοσίευση του άνω νόμου στις 18-1 1-2019, και για τις οποίες έχουν παρέλθει τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης του εδαφίου α' της παραγράφου 2 του άρθρου 34 του Κ.Π.Δ., δηλαδή διάστημα εννέα (9) μηνών (χρονική διάρκεια η οποία ισχύει και για τις διατάξεις του Προέδρου της Αρχής σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 42 ν. 4557/2018, που προστέθηκε με το άρθρο 9 ν. 4637/2019) διαβιβάζονται με τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης στον ανακριτή, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης ή στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση, οι οποίοι αποφαίνονται για την επικύρωση ή μη της διάταξης του Προέδρου της Αρχής. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. Στ1 του Κ.Π.Δ., θεσπίζεται ως λόγος αναιρέσεως κατά βουλεύματος, η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προυποθέσεις που απαιτούνται κατά νόμο για την άσκησή της στη συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση εξουσίας) ή όταν παρέλειψε να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκησή της προϋποθέσεις (αρνητική υπέρβαση εξουσίας)

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, με την υπ' αριθμ. …/2023 Διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, διατάχθηκε η δέσμευση κάθε περιουσίας, ιδίως δε, κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων, επενδυτικών στοιχείων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται στα πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και απαγορεύθηκε η χρέωση των λογαριασμών αυτών, μη αποκλειόμενης της πίστωσής τους, καθώς και το άνοιγμα θυρίδων θησαυροφυλακίου με μισθωτή, συνδικαιούχο ή πληρεξούσιο, μεταξύ άλλων και για τους …

Περαιτέρω, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ενώπιον του οποίου εισήχθη από τον Ευρωπαίο Εντεταλμένο Εισαγγελέα η από …/2023 κοινή προσφυγή: …

την ολική και επικουρικά για τη μερική άρση της υπ' αριθμ. …/2023 Διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και την αποδέσμευση συγκεκριμένων χρηματικών ποσών από τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούν οι ανωτέρω προσφεύγοντες, αναφερθέν στην εισαγγελική πρόταση, μεταξύ των άλλων δέχθηκε εν μέρει ως κατ' ουσία βάσιμη την ανωτέρω προσφυγή και διέταξε την εν μέρει άρση της ως άνω Διάταξης και την αποδέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών που τηρεί ο ανωτέρω πρώτος προσφευγόντων και συγκεκριμένα, κατά το διατακτικό του εν μέρει προσβαλλόμενου βουλεύματος που, μεταξύ των άλλων διέταξε την αποδέσμευση των κατωτέρω τραπεζικών λογαριασμών …. μέχρι του ποσού συνολικά των μηνιαίως για την κάλυψη των εν γένει αναγκών διαβίωσης και συντήρησης του ιδίου και της οικογένειάς του, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) για κάθε μία καταβολή να υφίστανται τα αντίστοιχα παραστατικά που να δικαιολογούν τις πληρωμές αυτές, β) αυτές να διενεργούνται αποκλειστικά διατραπεζικά προς τον εκάστοτε δικαιούχο, γ) ο προσφεύγων να μην έχει κάνει χρήση της δυνατότητας για άνοιγμα νέων τραπεζικών λογαριασμών στην ίδια ή σε άλλη τράπεζα και δ) τα πιο πάνω χρηματικά ποσά να καλύπτονται από μεταγενέστερες της έκδοσης της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. …/2023 Διάταξης του Προέδρου της Αρχής πιστώσεις στους προαναφερθέντες τραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς να θίγεται το δεσμευθέν κατά την …/2023 χρηματικό ποσό, διατηρουμένης κατά τα λοιπά της ισχύος της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. …/2023 Διάταξης δέσμευσης του Προέδρου της Αργής». Σχετικώς δε, το Δικαστικό Συμβούλιο διέλαβε στο σκεπτικό του ανωτέρω εν μέρει προσβαλλόμενου βουλεύματός του τα ακόλουθα: « ...Συμπληρωματικά με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω εισαγγελική πρόταση πρέπει να επισημανθεί ότι: Η αναφερόμενη στην προσβαλλόμενη υπ' αριθ. …/2023 Διάταξη δέσμευσης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες εξαίρεση από την επιβληθείσα στους προσφεύγοντες δέσμευση της περιουσίας τους των ποσών που είναι αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας των ενδιαφερομένων προσώπων ή των οικογενειών τους, των εξόδων για τη νομική τους υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων, η οποία (εξαίρεση), σημειωτέον, αποτελεί πιστή αντιγραφή της σχετικής διάταξης του άρθρ. 42 παρ. 8 ν. 4557/2018, είναι προφανές ότι αφορά σε ποσά που τυχόν κατατεθούν στους εν λόγω δεσμευμένους κατά τα λοιπά λογαριασμούς, μετά την ημεροχρονολογία έκδοσης της προσβαλλόμενης διάταξης, προς εξυπηρέτηση των ως άνω περιοριστικά αναφερόμενων αναγκών των προσφευγόντων, εξαίρεση που τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι τα ποσά αυτά θα έχουν νόμιμη προέλευση, αφού από το σύνολο των διατάξεων του ν. 4557/2018 συνάγεται ότι δεν νοείται η κάλυψη των αναγκών διαβίωσης και συντήρησης των καθ' ων η δέσμευση φυσικών προσώπων και η κάλυψη των αναγκών λειτουργίας των καθ' ων η δέσμευση νομικών προσώπων - επιχειρήσεων από το εγκληματικό προϊόν της ερευνώμενης αξιόποινης δράσης τους κα.' δη, εν προκειμένω, από την ερευνώμενη εγκληματική δραστηριότητα του Ιου προσφεύγοντος, νόμιμου εκπροσώπου της 2 ης προσφεύγουσας (βασικών αδικημάτων της διασυνοριακής απάτης σχετικής με τον Φ.Π.Α. με συνέπεια απώλεια πόρων Φ Π.Α. που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 10.000.000 ευρώ (άρθρ. 23 Ν. 4689/2020), της φοροδιαφυγής (άρθρ. 66 του Ν. 4174/2013) και της συγκρότησης και ένταξης σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση με σκοπό την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων, και αποτελούν το αντικείμενο του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρ. 2 παρ. 1 , σε συνδ. με άρθρ. 4 περ. α' και ισ τα' και 39 του Ν. 4557/201 8, ως ισχύει), δεδομένου μάλιστα επίσης ότι ο σκοπός της δέσμευσης είναι και η διατήρηση των εν λόγω δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων ώστε ) σε περίπτωση καταδίκης των καθών η δέσμευση για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, να δημευθούν αυτά από το Δικαστήριο, με την καταδικαστική του απόφαση κατ' άρθρ. 40 του v. 4557/2018, προς εξασφάλιση των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμφέροντα τα οποία, σε αντίθετη περίπτωση της άρσης της δέσμευσης για τα ήδη δεσμευμένα κατά το χρόνο της έκδοσης της ανωτέρω διάταξης χρηματικά ποσά ουδόλως θα εξασφαλίζονταν». Πλην, όμως, με τις αμέσως ανωτέρω παραδοχές του, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, κρίνοντας - επί του ζητήματος της εν μέρει άρσεως της ανωτέρω Διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της αποδέσμευσης των ανωτέρω τεσσάρων τραπεζικών λογαριασμών που τηρεί ο πρώτος προσφεύγων, …, μέχρι του ποσού των … ευρώ μηνιαίως για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης και συντήρησης του ιδίου και της οικογένειάς του - ότι μεταξύ των άλλων προϋποθέσεων που έθεσε συντρέχει περίπτωση να τεθεί και η ανωτέρω τέταρτη, δηλαδή «ότι αφορά σε ποσά που τυχόν κατατεθούν στους εν λόγω δεσμευμένους κατά τα λοιπά λογαριασμούς, μετά την ημεροχρονολογία έκδοσης της προσβαλλόμενης διάταξης, προς εξυπηρέτηση των ως άνω περιοριστικά αναφερόμενων αναγκών των προσφευγόντων, εξαίρεση που τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι τα ποσά αυτά θα έχουν νόμιμη προέλευση... » και, επομένως, ότι η κάλυψη των χρηματικών αυτών ποσών νοείται ότι θα γίνεται από μεταγενέστερες της έκδοσης της Διάταξης πιστώσεις στους τέσσερις τραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς να θίγεται το δεσμευθέν κατά την …/2023 χρηματικό ποσό, υπερέβη (θετικά) την εξουσία του, αφού η εν λόγω τεθείσα προϋπόθεση προσκρούει: α) Στα διαταχθέντα με την ανωτέρω προσβληθείσα Διάταξη, επί της προσφυγής κατά της οποίας επιλήφθηκε (το Δικαστικό Συμβούλιο), σύμφωνα με την οποία εξαιρούνται από τη διαταχθείσα δέσμευση τα ποσά που είναι αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης και συντήρησης του πρώτου προσφεύγοντος και της οικογένειάς του σαφώς δηλαδή συνάγεται από τη Διάταξη ότι τα ποσά αυτά περιλαμβάνονται στα δεσμευθέντα με αυτήν, καθόσον ι αφενός μεν, αντίθετη άποψη θα καθιστούσε χωρίς νόημα το διαλαμβανόμενο στη Διάταξη: «από τη δέσμευση εξαιρούνται», αφετέρου δε, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ποσά πιστώσεων στους τραπεζικούς λογαριασμούς, που δεν έχουν σχέση με το εγκληματικό προϊόν, αυτονοήτως δεν θα παρέμεναν δεσμευμένα, β) Στις ανωτέρω διατάξεις των πρώτης και δεύτερης παραγράφων του άρθρου 42 παρ. 8 Ν. 4557/2018, από τις οποίες σαφώς συνάγεται ότι τα εξαιρούμενα ποσά που είναι αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης, συντήρησης κ. λπ. προδήλως περιλαμβάνονται στα δεσμευόμενα με τη Διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και για τον λόγο αυτό χρησιμοποιείται η λέξη «εξαιρούνται», περαιτέρω δε, κατά την τελολογική ερμηνεία των ως άνω διατάξεων, ουδόλως προκύπτει ότι κατά τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη τα αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης κ.λπ. εξαιρούμενα από τη δέσμευση ποσά δεν έχουν σχέση με το εγκληματικό προϊόν. Αν, αντιθέτως, ήθελε γίνει δεκτή η ανωτέρω παραδοχή του εν μέρει προσβαλλόμενου βουλεύματος, θα προέκυπτε, ενδεχομένως, το άτοπο οι ανάγκες διαβίωσης, συντήρησης κ. λπ. να ικανοποιούνται, εάν μετά την έκδοση της Διάταξης δέσμευσης πιστώνονταν στους δεσμευθέντες τραπεζικούς λογαριασμούς χρηματικά ποσά, τέτοιες ανάγκες, όμως, να μην καλύπτονται, εάν δεν πραγματοποιούνταν τέτοιες πιστώσεις. Σε κάθε δε περίπτωση, τα ανωτέρω, στον βαθμό που στους λογαριασμούς δεν προκύπτει βασίμως ότι περιέχονται χρήματα προερχόμενα αποκλειστικά και μόνο από εγκληματική δραστηριότητα

Συνεπώς, ο μοναδικός, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ'1 ΚποινΔ λόγος της υπό κρίση άιτησης του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την αναίρεση του προσβαλλόμενου Βουλεύματος, κατά το προαναφερόμενο μόνο σκέλος του, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί εν μέρει το με αριθμό …/2023 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και να παραπεμθεί η υπόθεση για κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που έκριναν προηγουμένως κατ άρθρα 485 παρ. 1, 519, 522 του ΚποινΔ)…

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει το βούλευμα με αριθμό …/2023

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση