Πνευματική ιδιοκτησία προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή

αναγνώριση πνευματικού δημιουργού, προστασία και αρση προσβολής επί προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή.

Ιωαννίδου Αικατερίνη - Βασίλειος Τσιότσικας

9/9/2023

Προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας και δη προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Παράθεση νομοθεσίας από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στην υπ' αριθμ. 2816/2022 Απόφαση.

Το άρθρο 65 §§ 1 εδ. α΄ και 2 εδ. α΄ Ν. 2121/1993 ορίζει ότι: «Σε κάθε περίπτωση προσβολής ή επαπειλούμενης προσβολής της πνευματικής ιδιοκτησίας ή του συγγενικού δικαιώματος ο δημιουργός ή ο δικαιούχος του συγγενικού δικαιώματος μπορεί να αξιώσει κατά περίπτωση την αναγνώριση του δικαιώματός του, την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον» και «όποιος υπαιτίως προσέβαλε την πνευματική ιδιοκτησία ή τα συγγενικά δικαιώματα άλλου υποχρεούται σε αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης». Γενικά, ως παράνομη προσβολή θεωρείται κάθε πράξη που επεμβαίνει στις εξουσίες (ηθικές ή περιουσιακές) του δημιουργού και γίνεται χωρίς την άδεια του, χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής. Η υπαιτιότητα απαιτείται μόνο για την αξίωση αποζημιώσεως, ενώ η ίδια η πράξη της προσβολής συνεπάγεται και το παράνομο (βλ. ΑΠ 484/2020 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, λόγω της δυσχέρειας υπολογισμού της περιουσιακής ζημίας σε περίπτωση προσβολής δικαιωμάτων επί άυλων αγαθών κατά την γενική διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ εισήχθη η διάταξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 65 § 2 του ίδιου νόμου που προβλέπει ότι: «Η αποζημίωση δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το διπλάσιο της αμοιβής που συνήθως ή κατά νόμο καταβάλλεται για το είδος της εκμετάλλευσης που έκανε χωρίς την άδεια ο υπόχρεος» [βλ. σχετ. Γ. Κουμάντο, Πνευματική ιδιοκτησία, 2002, 8η έκδ., σελ. 441 υποσ. 846, σελ. 443, Βαγένα, ό.π., α. 65, 21, Π. Κοριατοπούλου, Η ειδική αποζημίωση του άρθρου 65 § 2 εδ. 2 του ν. 2121/1993 υπό το πρίσμα της πρόσφατης νομολογίας του ΔΕΕ, ΧριΔ 2018.311· επίσης, βλ. την 26η αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της οδηγίας 2004/48/ΕK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την «επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας» (εφεξής «οδηγία»)]. Η διάταξη του άρθρου 65 § 2 εδ. β΄ Ν. 2121/1993 εισάγει τον αφηρημένο υπολογισμό της ζημίας (βλ. Γ. Πάνου, Η επιδίκαση ποσού ανάλογου προς το τίμημα άδειας εκμετάλλευσης ως αποζημίωση για την προσβολή άυλου αγαθού, ΔΕΕ 1999.1109, σελ. 1111, Α. Καραγκουνίδη, Αποζημίωση λόγω προσβολής δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, 2014, σελ. 241, Μ.-Θ. Μαρίνο, Αξιώσεις αποζημιώσεως λόγω προσβολής δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας κατά την Οδηγία 2004/48 – Προς ένα ειδικό, «προληπτικώς δρων» δίκαιο αδικοπρακτικής ευθύνης, ΝοΒ 2009.2029 επ., ιδίως σελ. 2032), ο οποίος είναι συμβατός με το άρθρο 13 της οδηγίας (βλ. απόφαση Δ.Ε.Ε. της 25ης Ιανουαρίου 2017 στην υπόθεση C-367/15, Oławska Telewizja Kablowa, EU:C:2017:36). Ο υπολογισμός γίνεται βάσει της νόμιμης ή της συνήθως καταβαλλόμενης αμοιβής, ήτοι αποκλειστικώς με αντικειμενικά κριτήρια (βλ. ΑΠ 438/2018 ΔΕΕ 2018.1022, Α. Καραγκουνίδη, ό.π., σελ. 257, πρβλ. BGH, απόφαση της 2.10.2008 - I ZR 6/06, «Whistling for a train», σκέψη 22). Έτσι, η συνήθης αμοιβή προσδιορίζεται ως εκείνη που θα απαιτούσε ένας συνετός δικαιούχος και θα κατέβαλε ένας συνετός αδειούχος, εάν είχαν συνάψει σύμβαση παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης εν γνώσει όλων των κρίσιμων περιστάσεων (βλ. Γ. Πάνου, ό.π., σελ. 1113, Α. Καραγκουνίδη, ό.π., σελ. 257, Μ.-Θ. Μαρίνο, Ζητήματα αποζημιώσεως λόγω προσβολής δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας κατά την Οδηγία 2004/48, ΧριΔ 2010.599, σελ. 600, Whistling for a train, ό.π., σκέψη 22). Με άλλη διατύπωση, πρόκειται για το σύνηθες τίμημα, το οποίο ζητείται στον συγκεκριμένο κλάδο για την παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης του συγκεκριμένου άυλου αγαθού [βλ. ΑΠ 438/2018 ό.π., σύμφωνα με την οποία: «οι ως άνω διατάξεις για τον υπολογισμό της καταβλητέας αποζημιώσεως ... επιβάλλουν αντικειμενικά κριτήρια συγκρίσεως (μεταξύ των οποίων και οι κρατούσες κατά τον χρόνο επελεύσεως της ζημίας συνθήκες αγοράς για την χρήση του εν λόγω προγράμματος, εν όψει συγκεκριμένης επιχειρηματικής δραστηριότητος)», Γ. Πάνου, ό.π., σελ. 1113]. Κρίσιμες για τον υπολογισμό αυτόν είναι οι παλαιότερες συμβάσεις παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης του άυλου αγαθού, τις οποίες ο δικαιούχος ενδεχομένως είχε συνάψει στο παρελθόν - και πριν την πράξη προσβολής - με τρίτους (βλ. Γ. Πάνου, ό.π., σελ. 1113 ιδίως υποσ. 47, Α. Καραγκουνίδη, ό.π., σελ. 257 – 258, όπου και αναλυτική αναφορά στο «καθιερωμένο» ή «συνηθισμένο» αντάλλαγμα). Έτσι, η συνήθως καταβαλλόμενη αμοιβή για την παραχώρηση άδειας χρήσης προγράμματος Η/Υ (αναπαραγωγής, ήτοι αποθήκευσης, εγκατάστασης, φόρτωσης, εμφάνισης στην οθόνη και εκτέλεσης), που απευθύνεται και διανέμεται στο ευρύ (π.χ. λειτουργικό σύστημα) ή σε ειδικό επαγγελματικό κοινό (π.χ. σχεδιαστικά προγράμματα, προγράμματα επεξεργασίας ήχου ή/και εικόνας κ.α.), δεν έχει, δηλαδή, σχεδιασθεί για την κάλυψη των αναγκών συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, είναι το αντίτιμο, που ο δικαιούχος αξιώνει αδιακρίτως από τους τελικούς χρήστες.

Μέτρα προστασίας αποδεικτικού υλικού. Διάταξη άρθρου 64 ν.2121/1993 για την συντηρητική κατάσχεση αντικειμένων. Εναλλακτικά μπορεί να διαταχθεί η αναλυτική απογραφή αντικειμένων συμπεριλαμβανομένης και της φωτογράφισής τους.

Το άρθρο 64 ν. 2121/1993, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 § 4 ν. 3524/2007, ορίζει τα εξής: «Ασφαλιστικά μέτρα και συντηρητική απόδειξη 1. Εφόσον πιθανολογείται προσβολή της πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικού δικαιώματος προβλεπομένου στα άρθρα 46 έως 48 και 51 ή του δικαιώματος ειδικής φύσης του κατασκευαστή βάσης δεδομένων, το Μονομελές Πρωτοδικείο διατάσσει ως ασφαλιστικό μέτρο τη συντηρητική κατάσχεση των αντικειμένων που κατέχονται από τον καθ' ου και αποτελούν μέσο τέλεσης ή προϊόν ή απόδειξη της προσβολής. Αντί για συντηρητική κατάσχεση, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναλυτική απογραφή των αντικειμένων αυτών περιλαμβανομένης και της φωτογράφησής τους. Στις παραπάνω περιπτώσεις εφαρμόζεται υποχρεωτικώς το άρθρο 687 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και χορηγείται υποχρεωτικώς προσωρινή διαταγή κατά το άρθρο 691 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.. (άρθρο 7 της Οδηγίας 2004/48). 2. Το δικαστήριο διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα ή συντηρητική απόδειξη χωρίς να είναι αναγκαίος ο ειδικός προσδιορισμός των έργων, που απειλούνται με προσβολή ή προσβάλλονται. ... 6. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1, 3 και 4 το δικαστήριο μπορεί να διατάσσει τα μέτρα με τον όρο να δοθεί από τον αιτούντα εγγύηση, που καθορίζεται με την απόφασή του ή την προσωρινή διαταγή ή και χωρίς εγγύηση και τάσσει υποχρεωτικώς προθεσμία για την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση κατά το άρθρο 693 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα ημέρες. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή αίρεται αυτοδικαίως το ασφαλιστικό μέτρο. 7. Αν τα ανωτέρω ασφαλιστικά μέτρα ανακληθούν εξαιτίας οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης του αιτούντος ή αν διαπιστωθεί εκ των υστέρων ότι δεν υπήρξε προσβολή ή απειλή προσβολής των δικαιωμάτων του παρόντος νόμου, το δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει τον αιτούντα, εφόσον ενήργησε καταχρηστικά, ύστερα από αίτηση του καθ' ου, να καταβάλει στον καθ' ου προσήκουσα αποζημίωση για κάθε ζημία που υπέστη εξαιτίας των εν λόγω μέτρων (άρθρα 7 και 9 της Οδηγίας 2004/48)».

Με το άρθρο 64 §§ 1, 2, 6 και 7 ν. 2121/1993 μεταφέρεται στο δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας το τιτλοφορούμενο «Μέτρα προστασίας των αποδεικτικών στοιχείων» άρθρο 7 της οδηγίας 2004/48/ΕK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την «επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας». Ειδικότερα, με τις παραγράφους 1 και 2 εισάγεται στο δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας ειδική μορφή συντηρητικής απόδειξης (βλ. έτσι και τον τίτλο του άρθρου), ήτοι δικαστική διαδικασία, με την οποία επιχειρείται η εξασφάλιση ή διάσωση αποδεικτικού μέσου, που μπορεί να χρησιμεύσει για απόδειξη ισχυρισμού του δικαιούχου σε δίκη επί προσβολής του δικαιώματός του. Ως μέτρα προστασίας των αποδεικτικών στοιχείων προβλέπονται, αφενός μεν η συντηρητική κατάσχεση των αντικειμένων που κατέχονται από τον καθ' ου και αποτελούν μέσο τέλεσης ή προϊόν ή απόδειξη της προσβολής, αφετέρου δε η αναλυτική απογραφή τους, περιλαμβανόμενης της φωτογράφησής τους. Από την χρήση της λέξης «αντί» στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 64 ν. 2121/1993 συνάγεται ότι οι δύο κατηγορίες μέτρων τελούν σε σχέση διάζευξης και δεν είναι δυνατή η συμπληρωματική επιβολή τους για την προστασία των ίδιων αποδεικτικών στοιχείων (άλλο το ζήτημα εάν παράλληλα με την απογραφή διατάσσεται η συντηρητική κατάσχεση ως ασφαλιστικό μέτρο του άρθρου 64 § 3 ν. 2121/1993). Η απογραφή ή/και φωτογράφηση ως μέτρο προστασίας αποδεικτικών στοιχείων έχουν σκοπό την βεβαίωση της υπάρξεως και της ακριβούς καταστάσεως των απογραφόμενων πραγμάτων και συντελούν ως αποδεικτικά μέσα στην εξασφάλισή τους (βλ. ΜΠρΑθ 7842/2009 ΔΕΕ 2009.1201, ΜΠρΑθ 4771/1995 Δ 1996.177, Π. Κοριατοπούλου, Προσωρινά μέτρα προστασίας και όρια ασφαλιστέου δικαιώματος, στο συλλογικό έργο «Η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας - Η νέα Κοινοτική Οδηγία 2004/48», σελ. 41, Ε. Βαγενά σε Κοτσίρη-Σταματούδη, Ερμ. ν. 2121/1993, α. 64, 5, Ε. Σπερδόκλη, Δικονομικά ζητήματα του Δικαίου Πνευματικής Ιδιοκτησίας, 2021, σελ. 137), ενώ ως ηπιότερα της συντηρητικής κατάσχεσης μέτρα προστασίας των αποδεικτικών στοιχείων δεν επιφέρουν εκ φύσεως περιουσιακή βλάβη στον καθ' ού (βλ. ΜΠρΑθ 7842/2009 ό.π., Ε. Βαγενά, ό.π., α. 64, 2, Π. Κοριατοπούλου, ό.π., σελ. 41, Δ. Σκούρτη, Κυρώσεις για την προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ή του συγγενικού δικαιώματος, ΕλλΔνη 1994.981, ιδίως σελ. 987, Ε. Σπερδόκλη, ό.π., σελ. 136). Διενεργείται από δικαστικό επιμελητή (βλ. ΜΠρΑθ 7842/2009 ό.π., ΜΠρΑθ 4771/1995 ό.π. Βαγενά, ό.π., α. 64, 6, Ε. Σπερδόκλη, ό.π., σελ. 137), ενδεχομένως συνοδευόμενο από πραγματογνώμονα, διορισθέντα από το δικαστήριο, που θα επιμεληθεί της προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών. Ο δικαστικός επιμελητής εξετάζει μακροσκοπικώς τα αποδεικτικά στοιχεία, ενώ δύναται να λάβει, εάν επιτραπεί από την απόφαση ή την προσωρινή διαταγή, δείγματα αυτών. Στην πράξη ο δικαστικός επιμελητής υποβοηθείται από τρίτα πρόσωπα, όπως δικηγόρους, που παρίστανται προκειμένου να παρέχουν νομικές συμβουλές (βλ. ΜΠρΑθ 4771/1995 ό.π. περί του ότι δεν χρειάζεται μνεία της παρουσίας τους στην συντασσόμενη κατ' άρθρο 117 ΚΠολΔ έκθεση), ή υπαλλήλους/εξωτερικούς συνεργάτες, οι οποίοι διαθέτουν την αναγκαία γνώση ή εμπειρία για τον εντοπισμό των προς απογραφή αντικειμένων και λειτουργούν ως «μακρά χειρ» του δικαστικού επιμελητή και υπό την επίβλεψή του, ώστε να μην χρειάζεται η διακριτή αναφορά τους στην οικεία έκθεση (βλ. ΜΠρΑθ 4771/1995 ό.π. με σύμφωνες Παρατηρήσεις Στ. Σταματόπουλο, Δ. 1996.187 ιδίως σελ. 188 - 189, Ε. Βαγενά, ό.π., α. 64, 8, Ε. Σπερδόκλη, ό.π., σελ. 138). Η έκθεση συντηρητικής κατάσχεσης ή απογραφής αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο και δη δημόσιο έγγραφο, το οποίο αποτελεί πλήρη απόδειξη κατ' άρθρο 438 ΚΠολΔ ως προς όσα βεβαιώνονται σε αυτό ότι έγιναν από τον δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του και επί του οποίου το επιλαμβανόμενο της κυρίας υπόθεσης δικαστήριο μπορεί να βασισθεί για να σχηματίσει δικανική πεποίθηση (βλ. ΕφΠειρ 679/2015 ΝΟΜΟΣ, Ε. Βαγενά, ό.π., α. 64, 10), τούτο δε ακόμα και εάν η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ή η προσωρινή διαταγή, που διέταξαν τα άνω μέτρα προστασίας, ανακλήθηκαν ή έπαψαν αυτοδικαίως να ισχύουν (βλ. Π. Κολοτούρο, Η απόδειξη της προσβολής των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας, ΕΠολΔ 2013.458, ιδίως σελ. 475, Ε. Σπερδόκλη, ό.π., σελ. 136 – 137).

Η επέμβαση στο δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας είναι κατ' αρχήν πράξη παράνομη (βλ. σκέψη 1) και, συνεπώς, ο δικαιούχος δεν οφείλει να αποδείξει το γεγονός ότι η προσβολή έγινε χωρίς την άδεια του ή ότι συντρέχει άλλος λόγος άρσης του παρανόμου. Η ίδια, δηλαδή, η φύση του απόλυτου δικαιώματος καθιερώνει ένα οιονεί μαχητό τεκμήριο ότι κάθε πράξη προσβολής του γίνεται χωρίς τη συναίνεση ή άδεια του δικαιούχου και, συνεπώς, είναι παράνομη και εκείνος, ο οποίος αρνείται τη συνδρομή της προσβολής, οφείλει να το αποδείξει. Τεκμαίρεται, επομένως, η παρανομία της επέμβασης στο απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα και ο εναγόμενος προσβολέας, που αρνείται τη συνδρομή της προσβολής, θα πρέπει να ισχυριστεί, κατ' ένσταση, και να αποδείξει τα γεγονότα, που αποκλείουν τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής (βλ. ΑΠ 509/2015 ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα με το άρθρο 41 ν. 2121/1993 «Η πρώτη πώληση αντιγράφου ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή μέσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα από το δημιουργό ή με τη συγκατάθεση του εξαντλεί το δικαίωμα διανομής του αντιτύπου αυτού μέσα στην Κοινότητα με εξαίρεση του δικαιώματος ελέγχου των μεταγενέστερων εκμισθώσεων του προγράμματος ή ενός αντιγράφου του». Με βάση την διάταξη αυτή και ανεξαρτήτως της υπάρξεως συμβατικών ρητρών, που απαγορεύουν περαιτέρω μεταβίβαση, ο φορέας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί προγράμματος Η/Υ δεν δύναται πλέον να αντιταχθεί στη μεταπώληση του συνοδευόμενου από άδειας απεριόριστης χρήσεως αντιγράφου αυτού, είτε υλικού είτε άυλου (βλ. αποφάσεις ΔΕΕ της 12ης Οκτωβρίου 2016, C-166/15, Ranks και Vasiļevičs, EU:C:2016:762, σκέψη 30, της 3ης Ιουλίου 2012, C-128/11, UsedSoft, EU:C:2012:407, σκέψη 77). Ο χρησιμοποιούμενος στην εν λόγω διάταξη όρος «πώληση», ο οποίος πρέπει να ερμηνεύεται εν ευρεία εννοία, εμπερικλείει όλες τις μορφές εμπορίας του αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την παροχή δικαιώματος χρονικώς απεριόριστης χρήσεως έναντι τιμήματος, που έχει ως σκοπό να παράσχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα να λάβει αμοιβή αντίστοιχη της οικονομικής αξίας του εν λόγω αντιγράφου (βλ. Ranks και Vasiļevičs σκέψη 28, UsedSoft σκέψη 49). Ο δεύτερος αγοραστής του συγκεκριμένου αντιγράφου, όπως και κάθε μεταγενέστερος αγοραστής, αποτελεί «πρόσωπο που το απέκτησε νομίμως» κατά την έννοια του άρθρου 42 § 1 ν. 2121/1993 (βλ. UsedSoft σκέψη 80). Βέβαια, ο αρχικός αγοραστής προγράμματος Η/Υ, ο οποίος μεταπωλεί είτε το υλικό είτε το άυλο αντίγραφο του προγράμματος του, σε σχέση με το οποίο το δικαίωμα διανομής που είχε ο δικαιούχος αναλώθηκε δυνάμει του άρθρου 41 ν. 2121/1993, οφείλει να διασφαλίσει ότι το δικό του αντίγραφο είναι κατά τη στιγμή της μεταπωλήσεώς του αδύνατο να χρησιμοποιηθεί, προς αποτροπή του ενδεχομένου προσβολής του προβλεπόμενου στο άρθρο 42 § 2 ν. 2121/1993 αποκλειστικού δικαιώματος αναπαραγωγής προγράμματος Η/Υ, το οποίο ανήκει στον δημιουργό του οικείου προγράμματος (βλ. UsedSoft σκέψη 70).